- ἐχλεύαζε
- χλευάζωjestimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χλευάζω — ΝΜΑ [χλεύη] εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ, κοροϊδεύω («κατεγέλα τε καὶ ἐχλεύαζε καὶ ἔσειεν αὐτόν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek